Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐσιτέω
εὐσιτία
εὔσιτος
εὔσκαλμος
εὐσκάνδιξ
ἐύσκαρθμος
εὔσκαρθμος
εὔσκαφος
εὐσκέδαστος
εὐσκέπαστος
εὐσκεπής
εὔσκεπτος
εὐσκευέω
εὔσκευος
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὐσκόπελος
εὔσκοπος
ἐύσκοπος
εὔσκυλτος
εὐσκωμμοσύνη
View word page
εὐσκεπής
sheltered
ShortDef
sheltered
Debugging
Headword:
εὐσκεπής
Headword (normalized):
εὐσκεπής
Headword (normalized/stripped):
ευσκεπης
IDX:
38221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38222
Key:
Data
{'content': 'sheltered'}