Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐσθενέω
εὐσθενής
εὐσίδηρος
εὐσίπυος
εὐσιτέω
εὐσιτία
εὔσιτος
εὔσκαλμος
εὐσκάνδιξ
ἐύσκαρθμος
εὔσκαρθμος
εὔσκαφος
εὐσκέδαστος
εὐσκέπαστος
εὐσκεπής
εὔσκεπτος
εὐσκευέω
εὔσκευος
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὐσκόπελος
View word page
εὔσκαρθμος
swift-springing, bounding
ShortDef
swift-springing, bounding
Debugging
Headword:
εὔσκαρθμος
Headword (normalized):
εὔσκαρθμος
Headword (normalized/stripped):
ευσκαρθμος
IDX:
38217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38218
Key:
Data
{'content': 'swift-springing, bounding'}