Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐσθένεια
εὐσθενέω
εὐσθενής
εὐσίδηρος
εὐσίπυος
εὐσιτέω
εὐσιτία
εὔσιτος
εὔσκαλμος
εὐσκάνδιξ
ἐύσκαρθμος
εὔσκαρθμος
εὔσκαφος
εὐσκέδαστος
εὐσκέπαστος
εὐσκεπής
εὔσκεπτος
εὐσκευέω
εὔσκευος
εὐσκίαστος
εὔσκιος
View word page
ἐύσκαρθμος
lightly bounding

ShortDef

lightly bounding

Debugging

Headword:
ἐύσκαρθμος
Headword (normalized):
ἐύσκαρθμος
Headword (normalized/stripped):
ευσκαρθμος
IDX:
38216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38217
Key:

Data

{'content': 'lightly bounding'}