Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐσηψία
εὐσθένεια
εὐσθενέω
εὐσθενής
εὐσίδηρος
εὐσίπυος
εὐσιτέω
εὐσιτία
εὔσιτος
εὔσκαλμος
εὐσκάνδιξ
ἐύσκαρθμος
εὔσκαρθμος
εὔσκαφος
εὐσκέδαστος
εὐσκέπαστος
εὐσκεπής
εὔσκεπτος
εὐσκευέω
εὔσκευος
εὐσκίαστος
View word page
εὐσκάνδιξ
abounding in chervil

ShortDef

abounding in chervil

Debugging

Headword:
εὐσκάνδιξ
Headword (normalized):
εὐσκάνδιξ
Headword (normalized/stripped):
ευσκανδιξ
IDX:
38215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38216
Key:

Data

{'content': 'abounding in chervil'}