Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔσηπτος
εὐσηψία
εὐσθένεια
εὐσθενέω
εὐσθενής
εὐσίδηρος
εὐσίπυος
εὐσιτέω
εὐσιτία
εὔσιτος
εὔσκαλμος
εὐσκάνδιξ
ἐύσκαρθμος
εὔσκαρθμος
εὔσκαφος
εὐσκέδαστος
εὐσκέπαστος
εὐσκεπής
εὔσκεπτος
εὐσκευέω
εὔσκευος
View word page
εὔσκαλμος
well-tholed

ShortDef

well-tholed

Debugging

Headword:
εὔσκαλμος
Headword (normalized):
εὔσκαλμος
Headword (normalized/stripped):
ευσκαλμος
IDX:
38214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38215
Key:

Data

{'content': 'well-tholed'}