Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐσημείωτον
εὐσημία
εὔσημος
εὔσηπτος
εὐσηψία
εὐσθένεια
εὐσθενέω
εὐσθενής
εὐσίδηρος
εὐσίπυος
εὐσιτέω
εὐσιτία
εὔσιτος
εὔσκαλμος
εὐσκάνδιξ
ἐύσκαρθμος
εὔσκαρθμος
εὔσκαφος
εὐσκέδαστος
εὐσκέπαστος
εὐσκεπής
View word page
εὐσιτέω
to have a good appetite

ShortDef

to have a good appetite

Debugging

Headword:
εὐσιτέω
Headword (normalized):
εὐσιτέω
Headword (normalized/stripped):
ευσιτεω
IDX:
38211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38212
Key:

Data

{'content': 'to have a good appetite'}