Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔσβεστος
Εὐσέβεια
εὐσέβεια
εὐσεβέω
εὐσέβημα
εὐσεβής
εὔσειστος
εὐσέλαος
εὔσελμος
εὔσεπτος
εὐσήκωτος
εὐσήμαντος
εὐσημείωτον
εὐσημία
εὔσημος
εὔσηπτος
εὐσηψία
εὐσθένεια
εὐσθενέω
εὐσθενής
εὐσίδηρος
View word page
εὐσήκωτος
well-poised
ShortDef
well-poised
Debugging
Headword:
εὐσήκωτος
Headword (normalized):
εὐσήκωτος
Headword (normalized/stripped):
ευσηκωτος
IDX:
38199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38200
Key:
Data
{'content': 'well-poised'}