Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔσαλος
εὐσαρκέω
εὐσαρκία
εὔσαρκος
εὐσαρκόω
εὔσβεστος
Εὐσέβεια
εὐσέβεια
εὐσεβέω
εὐσέβημα
εὐσεβής
εὔσειστος
εὐσέλαος
εὔσελμος
εὔσεπτος
εὐσήκωτος
εὐσήμαντος
εὐσημείωτον
εὐσημία
εὔσημος
εὔσηπτος
View word page
εὐσεβής
pious, religious, righteous
ShortDef
pious, religious, righteous
Debugging
Headword:
εὐσεβής
Headword (normalized):
εὐσεβής
Headword (normalized/stripped):
ευσεβης
IDX:
38194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38195
Key:
Data
{'content': 'pious, religious, righteous'}