Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐρωστόψυχος
Εὐρώτας
εὐρωτιάω
Εὔρωψ
ἐΰς
εὐσάλευτος
εὔσαλος
εὐσαρκέω
εὐσαρκία
εὔσαρκος
εὐσαρκόω
εὔσβεστος
Εὐσέβεια
εὐσέβεια
εὐσεβέω
εὐσέβημα
εὐσεβής
εὔσειστος
εὐσέλαος
εὔσελμος
εὔσεπτος
View word page
εὐσαρκόω
make
ShortDef
make
Debugging
Headword:
εὐσαρκόω
Headword (normalized):
εὐσαρκόω
Headword (normalized/stripped):
ευσαρκοω
IDX:
38188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38189
Key:
Data
{'content': 'make'}