Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐρωστέω
εὐρωστία
εὔρωστος
εὐρωστόψυχος
Εὐρώτας
εὐρωτιάω
Εὔρωψ
ἐΰς
εὐσάλευτος
εὔσαλος
εὐσαρκέω
εὐσαρκία
εὔσαρκος
εὐσαρκόω
εὔσβεστος
Εὐσέβεια
εὐσέβεια
εὐσεβέω
εὐσέβημα
εὐσεβής
εὔσειστος
View word page
εὐσαρκέω
to be fleshy

ShortDef

to be fleshy

Debugging

Headword:
εὐσαρκέω
Headword (normalized):
εὐσαρκέω
Headword (normalized/stripped):
ευσαρκεω
IDX:
38185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38186
Key:

Data

{'content': 'to be fleshy'}