Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλκί
ἀλκιβιάδες
Ἀλκιβιάδης
ἀλκίβιος
Ἀλκίδας
ἀλκίμαχος
Ἀλκιμέδων
Ἀλκιμίδης
ἀλκιμόβριθος
Ἄλκιμος
ἄλκιμος
Ἀλκίνοος
Ἀλκίππη
Ἀλκισθένης
ἀλκίφρων
Ἀλκμαίων
Ἀλκμανίδαι
Ἀλκμανικός
Ἀλκμάων
Ἀλκμήνη
ἀλκτήρ
View word page
ἄλκιμος
strong, stout
ShortDef
Alcimus
strong, stout
Debugging
Headword:
ἄλκιμος
Headword (normalized):
ἄλκιμος
Headword (normalized/stripped):
αλκιμος
IDX:
3816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3817
Key:
Data
{'content': 'strong, stout'}