Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐρύνοος
εὐρυντέον
εὐρύνω
εὐρύνωτος
εὐρυόδεια
εὐρύοπα
εὐρυπέδιλος
εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτία
εὐρύπρωκτος
Εὐρυπτόλεμος
εὔρυπτος
εὐρυπυλής
Εὐρύπυλος
εὐρυρέεθρος
εὐρυρέων
εὐρύς
Εὐρυσάκης
εὐρυσάκης
εὐρυσθενής
View word page
εὐρύπρωκτος
lewd, filthy

ShortDef

lewd, filthy

Debugging

Headword:
εὐρύπρωκτος
Headword (normalized):
εὐρύπρωκτος
Headword (normalized/stripped):
ευρυπρωκτος
IDX:
38125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38126
Key:

Data

{'content': 'lewd, filthy'}