Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγελαστικός
ἀγέλαστος
ἀγελείη
Ἀγέλεως
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἀγέληθεν
ἀγεληκόμος
ἀγελήτης
ἀγελητρόφος
ἀγελίζει
ἀγελικός
ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
ἀγενησία
View word page
ἀγελίζει
gregat

ShortDef

gregat

Debugging

Headword:
ἀγελίζει
Headword (normalized):
ἀγελίζει
Headword (normalized/stripped):
αγελιζει
IDX:
380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-381
Key:

Data

{'content': 'gregat'}