Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀλκαϊκός
Ἀλκαῖος
ἀλκαῖος
Ἀλκαμένης
Ἀλκάνδρη
Ἄλκανδρος
ἄλκαρ
ἀλκᾶς
Ἀλκεΐδης
ἄλκη
ἀλκή
ἀλκήεις
Ἄλκηστις
ἀλκί
ἀλκιβιάδες
Ἀλκιβιάδης
ἀλκίβιος
Ἀλκίδας
ἀλκίμαχος
Ἀλκιμέδων
Ἀλκιμίδης
View word page
ἀλκή
strength

ShortDef

strength

Debugging

Headword:
ἀλκή
Headword (normalized):
ἀλκή
Headword (normalized/stripped):
αλκη
IDX:
3803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3804
Key:

Data

{'content': 'strength'}