Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὑρεσίκακος
εὑρέσιος
εὕρεσις
εὑρεσίτεχνος
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
εὑρετός
εὕρετρα
εὔρηκτος
εὕρημα
εὐρημοσύνη
εὐρήμων
εὑρησιεπής
εὑρησιλογέω
εὑρησιλογία
εὑρησίλογος
εὔρητος
εὔριζος
εὔριν
εὔρινος
View word page
εὕρημα
an invention, discovery

ShortDef

an invention, discovery

Debugging

Headword:
εὕρημα
Headword (normalized):
εὕρημα
Headword (normalized/stripped):
ευρημα
IDX:
38026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38027
Key:

Data

{'content': 'an invention, discovery'}