Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐράξ
εὔραπτος
εὐρέϊος
εὐρέκτης
εὑρεσίκακος
εὑρέσιος
εὕρεσις
εὑρεσίτεχνος
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
εὑρετός
εὕρετρα
εὔρηκτος
εὕρημα
εὐρημοσύνη
εὐρήμων
εὑρησιεπής
εὑρησιλογέω
εὑρησιλογία
εὑρησίλογος
View word page
εὑρετικός
inventive, ingenious

ShortDef

inventive, ingenious

Debugging

Headword:
εὑρετικός
Headword (normalized):
εὑρετικός
Headword (normalized/stripped):
ευρετικος
IDX:
38022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38023
Key:

Data

{'content': 'inventive, ingenious'}