Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔπωλος
εὐρακύλων
εὐράξ
εὔραπτος
εὐρέϊος
εὐρέκτης
εὑρεσίκακος
εὑρέσιος
εὕρεσις
εὑρεσίτεχνος
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
εὑρετός
εὕρετρα
εὔρηκτος
εὕρημα
εὐρημοσύνη
εὐρήμων
εὑρησιεπής
εὑρησιλογέω
View word page
εὑρετέος
to be discovered, found out
ShortDef
to be discovered, found out
Debugging
Headword:
εὑρετέος
Headword (normalized):
εὑρετέος
Headword (normalized/stripped):
ευρετεος
IDX:
38020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38021
Key:
Data
{'content': 'to be discovered, found out'}