Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπυνδάκωτος
εὔπυργος
εὔπυρος
εὐπύρωτος
εὐπώγων
εὔπωλος
εὐρακύλων
εὐράξ
εὔραπτος
εὐρέϊος
εὐρέκτης
εὑρεσίκακος
εὑρέσιος
εὕρεσις
εὑρεσίτεχνος
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
εὑρετός
εὕρετρα
εὔρηκτος
View word page
εὐρέκτης
beneficent

ShortDef

beneficent

Debugging

Headword:
εὐρέκτης
Headword (normalized):
εὐρέκτης
Headword (normalized/stripped):
ευρεκτης
IDX:
38015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38016
Key:

Data

{'content': 'beneficent'}