Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔπρῳρος
εὔπταιστος
εὔπτερος
εὐπτησία
εὐπτόητος
εὔπτορθος
εὐπυγία
εὐπυγμέω
εὔπυγος
εὐπυνδάκωτος
εὔπυργος
εὔπυρος
εὐπύρωτος
εὐπώγων
εὔπωλος
εὐρακύλων
εὐράξ
εὔραπτος
εὐρέϊος
εὐρέκτης
εὑρεσίκακος
View word page
εὔπυργος
well-towered

ShortDef

well-towered

Debugging

Headword:
εὔπυργος
Headword (normalized):
εὔπυργος
Headword (normalized/stripped):
ευπυργος
IDX:
38006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-38007
Key:

Data

{'content': 'well-towered'}