Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγελαστί
ἀγελαστικός
ἀγέλαστος
ἀγελείη
Ἀγέλεως
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἀγέληθεν
ἀγεληκόμος
ἀγελήτης
ἀγελητρόφος
ἀγελίζει
ἀγελικός
ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
ἀγενής
View word page
ἀγελητρόφος
horse-keeper

ShortDef

horse-keeper

Debugging

Headword:
ἀγελητρόφος
Headword (normalized):
ἀγελητρόφος
Headword (normalized/stripped):
αγελητροφος
IDX:
379
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-380
Key:

Data

{'content': 'horse-keeper'}