Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπρόσφορος
εὐπρόσφυτος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωπία
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὐπρόφορος
εὐπροχώρητος
εὐπρυμνής
εὔπρυμνος
εὔπρῳρος
εὔπταιστος
εὔπτερος
εὐπτησία
εὐπτόητος
εὔπτορθος
εὐπυγία
εὐπυγμέω
εὔπυγος
εὐπυνδάκωτος
View word page
εὔπρυμνος
with goodly stern

ShortDef

with goodly stern

Debugging

Headword:
εὔπρυμνος
Headword (normalized):
εὔπρυμνος
Headword (normalized/stripped):
ευπρυμνος
IDX:
37995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37996
Key:

Data

{'content': 'with goodly stern'}