Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
εὐπροσόδευτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσόμιλος
εὐπροσόρμιστος
εὐπρόσφορος
εὐπρόσφυτος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωπία
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὐπρόφορος
εὐπροχώρητος
εὐπρυμνής
εὔπρυμνος
εὔπρῳρος
View word page
εὐπρόσφυτος
easily growing to

ShortDef

easily growing to

Debugging

Headword:
εὐπρόσφυτος
Headword (normalized):
εὐπρόσφυτος
Headword (normalized/stripped):
ευπροσφυτος
IDX:
37986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37987
Key:

Data

{'content': 'easily growing to'}