Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
εὐπροσόδευτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσόμιλος
εὐπροσόρμιστος
εὐπρόσφορος
εὐπρόσφυτος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωπία
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὐπρόφορος
εὐπροχώρητος
εὐπρυμνής
εὔπρυμνος
View word page
εὐπρόσφορος
easily uttering, fluent

ShortDef

easily uttering, fluent

Debugging

Headword:
εὐπρόσφορος
Headword (normalized):
εὐπρόσφορος
Headword (normalized/stripped):
ευπροσφορος
IDX:
37985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37986
Key:

Data

{'content': 'easily uttering, fluent'}