Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
εὐπροσόδευτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσόμιλος
εὐπροσόρμιστος
εὐπρόσφορος
εὐπρόσφυτος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωπία
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὐπρόφορος
εὐπροχώρητος
View word page
εὐπροσόμιλος
pleasant, nice to deal with
ShortDef
pleasant, nice to deal with
Debugging
Headword:
εὐπροσόμιλος
Headword (normalized):
εὐπροσόμιλος
Headword (normalized/stripped):
ευπροσομιλος
IDX:
37983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37984
Key:
Data
{'content': 'pleasant, nice to deal with'}