Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπροαίρετος
εὐπροόρατος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
εὐπροσόδευτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσόμιλος
εὐπροσόρμιστος
εὐπρόσφορος
εὐπρόσφυτος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωπία
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
View word page
εὐπρόσοδος
accessible, affable

ShortDef

accessible, affable

Debugging

Headword:
εὐπρόσοδος
Headword (normalized):
εὐπρόσοδος
Headword (normalized/stripped):
ευπροσοδος
IDX:
37981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37982
Key:

Data

{'content': 'accessible, affable'}