Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔπριστος
εὐπροαίρετος
εὐπροόρατος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
εὐπροσόδευτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσόμιλος
εὐπροσόρμιστος
εὐπρόσφορος
εὐπρόσφυτος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωπία
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
View word page
εὐπροσόδευτος
income-producing

ShortDef

income-producing

Debugging

Headword:
εὐπροσόδευτος
Headword (normalized):
εὐπροσόδευτος
Headword (normalized/stripped):
ευπροσοδευτος
IDX:
37980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37981
Key:

Data

{'content': 'income-producing'}