Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπριστία
εὔπριστος
εὐπροαίρετος
εὐπροόρατος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
εὐπροσόδευτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσόμιλος
εὐπροσόρμιστος
εὐπρόσφορος
εὐπρόσφυτος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωπία
εὐπροσωποκοίτης
View word page
εὐπρόσκοπος
far-seeing, cautious

ShortDef

far-seeing, cautious

Debugging

Headword:
εὐπρόσκοπος
Headword (normalized):
εὐπρόσκοπος
Headword (normalized/stripped):
ευπροσκοπος
IDX:
37979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37980
Key:

Data

{'content': 'far-seeing, cautious'}