Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπραξία
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπέω
εὐπρεπής
εὐπρεπίζω
εὔπρεπτος
εὔπρηστος
εὐπριστία
εὔπριστος
εὐπροαίρετος
εὐπροόρατος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
εὐπροσόδευτος
εὐπρόσοδος
View word page
εὐπροαίρετος
having a good moral purpose

ShortDef

having a good moral purpose

Debugging

Headword:
εὐπροαίρετος
Headword (normalized):
εὐπροαίρετος
Headword (normalized/stripped):
ευπροαιρετος
IDX:
37971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37972
Key:

Data

{'content': 'having a good moral purpose'}