Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπρακτέω
εὔπρακτος
εὐπραξία
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπέω
εὐπρεπής
εὐπρεπίζω
εὔπρεπτος
εὔπρηστος
εὐπριστία
εὔπριστος
εὐπροαίρετος
εὐπροόρατος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
View word page
εὐπριστία
the being skilfully sawn

ShortDef

the being skilfully sawn

Debugging

Headword:
εὐπριστία
Headword (normalized):
εὐπριστία
Headword (normalized/stripped):
ευπριστια
IDX:
37969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37970
Key:

Data

{'content': 'the being skilfully sawn'}