Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐπραγία
εὐπρακτέω
εὔπρακτος
εὐπραξία
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπέω
εὐπρεπής
εὐπρεπίζω
εὔπρεπτος
εὔπρηστος
εὐπριστία
εὔπριστος
εὐπροαίρετος
εὐπροόρατος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
View word page
εὔπρηστος
well-blowing, strong-blowing
ShortDef
well-blowing, strong-blowing
Debugging
Headword:
εὔπρηστος
Headword (normalized):
εὔπρηστος
Headword (normalized/stripped):
ευπρηστος
IDX:
37968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37969
Key:
Data
{'content': 'well-blowing, strong-blowing'}