Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπραγέω
εὐπράγημα
εὐπραγία
εὐπρακτέω
εὔπρακτος
εὐπραξία
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπέω
εὐπρεπής
εὐπρεπίζω
εὔπρεπτος
εὔπρηστος
εὐπριστία
εὔπριστος
εὐπροαίρετος
εὐπροόρατος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
View word page
εὐπρεπίζω
to be acceptable

ShortDef

to be acceptable

Debugging

Headword:
εὐπρεπίζω
Headword (normalized):
εὐπρεπίζω
Headword (normalized/stripped):
ευπρεπιζω
IDX:
37966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37967
Key:

Data

{'content': 'to be acceptable'}