Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔπους
εὐπραγέω
εὐπράγημα
εὐπραγία
εὐπρακτέω
εὔπρακτος
εὐπραξία
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπέω
εὐπρεπής
εὐπρεπίζω
εὔπρεπτος
εὔπρηστος
εὐπριστία
εὔπριστος
εὐπροαίρετος
εὐπροόρατος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπροσηγορία
View word page
εὐπρεπής
well-looking, goodly, comely

ShortDef

well-looking, goodly, comely

Debugging

Headword:
εὐπρεπής
Headword (normalized):
εὐπρεπής
Headword (normalized/stripped):
ευπρεπης
IDX:
37965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37966
Key:

Data

{'content': 'well-looking, goodly, comely'}