Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλίφλοιος
ἁλίχλαινος
ἀλκά
ἀλκάεις
ἀλκάζω
Ἀλκάθοος
ἀλκαία
Ἀλκαίδας
Ἀλκαϊκός
Ἀλκαῖος
ἀλκαῖος
Ἀλκαμένης
Ἀλκάνδρη
Ἄλκανδρος
ἄλκαρ
ἀλκᾶς
Ἀλκεΐδης
ἄλκη
ἀλκή
ἀλκήεις
Ἄλκηστις
View word page
ἀλκαῖος
strong, mighty

ShortDef

Alcaeus
strong, mighty

Debugging

Headword:
ἀλκαῖος
Headword (normalized):
ἀλκαῖος
Headword (normalized/stripped):
αλκαιος
IDX:
3795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3796
Key:

Data

{'content': 'strong, mighty'}