Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐπόριστος
εὔπορος
εὐπόρφυρος
εὐποσία
εὐπότιστος
εὐποτμέω
εὐποτμία
εὔποτμος
εὔποτος
εὔπους
εὐπραγέω
εὐπράγημα
εὐπραγία
εὐπρακτέω
εὔπρακτος
εὐπραξία
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπέω
εὐπρεπής
εὐπρεπίζω
View word page
εὐπραγέω
to do well, be well off, flourish
ShortDef
to do well, be well off, flourish
Debugging
Headword:
εὐπραγέω
Headword (normalized):
εὐπραγέω
Headword (normalized/stripped):
ευπραγεω
IDX:
37956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37957
Key:
Data
{'content': 'to do well, be well off, flourish'}