Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐπολέμητος
εὐπόλεμος
Εὐπολίδειος
εὔπολις
Εὔπολις
Εὐπόμπη
εὔπομπος
εὔπονος
εὐπόρευτος
εὐπορέω
εὐπόρημα
εὐπόρησις
εὐπορητέον
εὐπορία
εὐπορίζω
εὐποριστία
εὐπόριστος
εὔπορος
εὐπόρφυρος
εὐποσία
εὐπότιστος
View word page
εὐπόρημα
advantage, help
ShortDef
advantage, help
Debugging
Headword:
εὐπόρημα
Headword (normalized):
εὐπόρημα
Headword (normalized/stripped):
ευπορημα
IDX:
37940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37941
Key:
Data
{'content': 'advantage, help'}