Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔποκος
εὐπολέμητος
εὐπόλεμος
Εὐπολίδειος
εὔπολις
Εὔπολις
Εὐπόμπη
εὔπομπος
εὔπονος
εὐπόρευτος
εὐπορέω
εὐπόρημα
εὐπόρησις
εὐπορητέον
εὐπορία
εὐπορίζω
εὐποριστία
εὐπόριστος
εὔπορος
εὐπόρφυρος
εὐποσία
View word page
εὐπορέω
to prosper, thrive, be well off

ShortDef

to prosper, thrive, be well off

Debugging

Headword:
εὐπορέω
Headword (normalized):
εὐπορέω
Headword (normalized/stripped):
ευπορεω
IDX:
37939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37940
Key:

Data

{'content': 'to prosper, thrive, be well off'}