Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὔπλοος
ἐϋπλυνής
εὔπλωτος
εὐπνοέω
εὔπνοια
εὔπνοος
εὐποδία
εὐποιέω
εὐποίημα
εὐποιητικός
εὐποίητος
εὐποιΐα
εὐποίκιλος
εὔποκος
εὐπολέμητος
εὐπόλεμος
Εὐπολίδειος
εὔπολις
Εὔπολις
Εὐπόμπη
εὔπομπος
View word page
εὐποίητος
well-made, well-wrought

ShortDef

well-made, well-wrought

Debugging

Headword:
εὐποίητος
Headword (normalized):
εὐποίητος
Headword (normalized/stripped):
ευποιητος
IDX:
37926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37927
Key:

Data

{'content': 'well-made, well-wrought'}