Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐϋπλόκαμος
εὔπλοος
ἐϋπλυνής
εὔπλωτος
εὐπνοέω
εὔπνοια
εὔπνοος
εὐποδία
εὐποιέω
εὐποίημα
εὐποιητικός
εὐποίητος
εὐποιΐα
εὐποίκιλος
εὔποκος
εὐπολέμητος
εὐπόλεμος
Εὐπολίδειος
εὔπολις
Εὔπολις
Εὐπόμπη
View word page
εὐποιητικός
beneficent
ShortDef
beneficent
Debugging
Headword:
εὐποιητικός
Headword (normalized):
εὐποιητικός
Headword (normalized/stripped):
ευποιητικος
IDX:
37925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37926
Key:
Data
{'content': 'beneficent'}