Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγελαστέω
ἀγελαστί
ἀγελαστικός
ἀγέλαστος
ἀγελείη
Ἀγέλεως
ἀγέλη
ἀγεληδόν
ἀγέληθεν
ἀγεληκόμος
ἀγελήτης
ἀγελητρόφος
ἀγελίζει
ἀγελικός
ἀγέλοιος
ἀγέμιστος
ἁγεμονεύω
ἁγεμών
ἀγενεαλόγητος
ἀγένεια
ἀγένειος
View word page
ἀγελήτης
belonging to a herd

ShortDef

belonging to a herd

Debugging

Headword:
ἀγελήτης
Headword (normalized):
ἀγελήτης
Headword (normalized/stripped):
αγελητης
IDX:
378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-379
Key:

Data

{'content': 'belonging to a herd'}