Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπερικάλυπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίκτητος
εὐπερίληπτος
εὐπερινόητος
εὐπερίοπτος
εὐπεριόριστος
εὐπερίπατος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίσταλτος
εὐπερίστατος
εὐπερίστολος
εὐπερίστρεπτος
εὐπερίστροφος
εὐπερίτρεπτος
εὐπεριφρόνητος
εὐπερίφωρος
εὐπερίχυτος
εὐπερίψογος
εὐπερίψυκτος
εὐπέταλος
View word page
εὐπερίστατος
easily besetting

ShortDef

easily besetting

Debugging

Headword:
εὐπερίστατος
Headword (normalized):
εὐπερίστατος
Headword (normalized/stripped):
ευπεριστατος
IDX:
37870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37871
Key:

Data

{'content': 'easily besetting'}