Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐπεριαίρετος
εὐπερίβλεπτος
εὐπερίβλητος
εὐπερίγραφος
εὐπερίθραυστος
εὐπερικάλυπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίκτητος
εὐπερίληπτος
εὐπερινόητος
εὐπερίοπτος
εὐπεριόριστος
εὐπερίπατος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίσταλτος
εὐπερίστατος
εὐπερίστολος
εὐπερίστρεπτος
εὐπερίστροφος
εὐπερίτρεπτος
εὐπεριφρόνητος
View word page
εὐπερίοπτος
easily slighted, despicable
ShortDef
easily slighted, despicable
Debugging
Headword:
εὐπερίοπτος
Headword (normalized):
εὐπερίοπτος
Headword (normalized/stripped):
ευπεριοπτος
IDX:
37865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37866
Key:
Data
{'content': 'easily slighted, despicable'}