Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὔπεπτος
εὐπέραντος
εὐπέρατος
εὐπεριάγωγος
εὐπεριαίρετος
εὐπερίβλεπτος
εὐπερίβλητος
εὐπερίγραφος
εὐπερίθραυστος
εὐπερικάλυπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίκτητος
εὐπερίληπτος
εὐπερινόητος
εὐπερίοπτος
εὐπεριόριστος
εὐπερίπατος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίσταλτος
εὐπερίστατος
εὐπερίστολος
View word page
εὐπερίκοπτος
suffering importunity readily
ShortDef
suffering importunity readily
Debugging
Headword:
εὐπερίκοπτος
Headword (normalized):
εὐπερίκοπτος
Headword (normalized/stripped):
ευπερικοπτος
IDX:
37861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37862
Key:
Data
{'content': 'suffering importunity readily'}