Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐπειθής
εὐπειστία
εὔπειστος
εὐπελαγής
εὐπελέκητος
εὐπελής
εὐπέμπελος
εὔπεμπτος
εὐπένθερος
εὐπέπαντος
εὔπεπλος
εὐπεπτέω
εὔπεπτος
εὐπέραντος
εὐπέρατος
εὐπεριάγωγος
εὐπεριαίρετος
εὐπερίβλεπτος
εὐπερίβλητος
εὐπερίγραφος
εὐπερίθραυστος
View word page
εὔπεπλος
beautifully robed
ShortDef
beautifully robed
Debugging
Headword:
εὔπεπλος
Headword (normalized):
εὔπεπλος
Headword (normalized/stripped):
ευπεπλος
IDX:
37849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37850
Key:
Data
{'content': 'beautifully robed'}