Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλιτρόβιος
ἀλιτρόνοος
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
ἁλίτροφος
ἁλίτροχος
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθερόω
ἁλιφθορία
ἁλιφθόρος
ἁλίφλοιος
ἁλίχλαινος
ἀλκά
ἀλκάεις
ἀλκάζω
Ἀλκάθοος
ἀλκαία
Ἀλκαίδας
Ἀλκαϊκός
View word page
ἁλιφθορία
a disaster at sea, shipwreck

ShortDef

a disaster at sea, shipwreck

Debugging

Headword:
ἁλιφθορία
Headword (normalized):
ἁλιφθορία
Headword (normalized/stripped):
αλιφθορια
IDX:
3783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3784
Key:

Data

{'content': 'a disaster at sea, shipwreck'}