Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εὐπαρόρμητος
εὐπάροχος
εὐπαρρησίαστος
εὐπάρυφος
εὐπατέρεια
εὐπατόριον
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
Εὐπάτωρ
εὐπέδιλος
εὐπέδιος
εὔπεζος
εὐπείθεια
εὐπειθέω
Εὐπείθης
εὐπειθής
εὐπειστία
εὔπειστος
εὐπελαγής
εὐπελέκητος
View word page
εὐπέδιλος
well-sandalled
ShortDef
well-sandalled
Debugging
Headword:
εὐπέδιλος
Headword (normalized):
εὐπέδιλος
Headword (normalized/stripped):
ευπεδιλος
IDX:
37833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37834
Key:
Data
{'content': 'well-sandalled'}