Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάροχος
εὐπαρρησίαστος
εὐπάρυφος
εὐπατέρεια
εὐπατόριον
εὐπατρίδης
εὔπατρις
εὐπάτωρ
Εὐπάτωρ
εὐπέδιλος
εὐπέδιος
εὔπεζος
εὐπείθεια
εὐπειθέω
Εὐπείθης
εὐπειθής
εὐπειστία
εὔπειστος
εὐπελαγής
View word page
Εὐπάτωρ
Eupator

ShortDef

born of a noble sire
Eupator

Debugging

Headword:
Εὐπάτωρ
Headword (normalized):
εὐπάτωρ
Headword (normalized/stripped):
ευπατωρ
IDX:
37832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37833
Key:

Data

{'content': 'Eupator'}