Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁλιτρεφής
ἀλιτρία
ἀλιτρόβιος
ἀλιτρόνοος
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
ἁλίτροφος
ἁλίτροχος
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθερόω
ἁλιφθορία
ἁλιφθόρος
ἁλίφλοιος
ἁλίχλαινος
ἀλκά
ἀλκάεις
ἀλκάζω
Ἀλκάθοος
ἀλκαία
View word page
ἁλίτυρος
a sort of salt-cheese

ShortDef

a sort of salt-cheese

Debugging

Headword:
ἁλίτυρος
Headword (normalized):
ἁλίτυρος
Headword (normalized/stripped):
αλιτυρος
IDX:
3781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3782
Key:

Data

{'content': 'a sort of salt-cheese'}