Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπαραμύθητος
εὐπάρᾳος
εὐπάραος
εὐπαράπειστος
εὐπαράπλους
εὐπαρατήρητος
εὐπαράτρεπτος
εὐπαρατύπωτος
εὐπαράφορος
εὐπαραχώρητος
εὐπάρεδρος
εὐπάρειος
εὐπαρείσδυτος
εὐπαρέκδυτος
εὐπαρηγόρητος
εὐπάρθενος
εὐπαρόδευτος
εὐπάροδος
εὐπαρόξυντος
εὐπαρόρμητος
εὐπάροχος
View word page
εὐπάρεδρος
constantly attending

ShortDef

constantly attending

Debugging

Headword:
εὐπάρεδρος
Headword (normalized):
εὐπάρεδρος
Headword (normalized/stripped):
ευπαρεδρος
IDX:
37814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37815
Key:

Data

{'content': 'constantly attending'}