Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εὐπαλής
εὐπαράγωγος
εὐπαράδεκτος
εὐπαραίτητος
εὐπαράκλητος
εὐπαρακολούθητος
εὐπαρακόμιστος
εὐπαράκρουστος
εὐπαράληπτος
εὐπαράλλακτος
εὐπαραλόγιστος
εὐπαραμύθητος
εὐπάρᾳος
εὐπάραος
εὐπαράπειστος
εὐπαράπλους
εὐπαρατήρητος
εὐπαράτρεπτος
εὐπαρατύπωτος
εὐπαράφορος
εὐπαραχώρητος
View word page
εὐπαραλόγιστος
easily cheated

ShortDef

easily cheated

Debugging

Headword:
εὐπαραλόγιστος
Headword (normalized):
εὐπαραλόγιστος
Headword (normalized/stripped):
ευπαραλογιστος
IDX:
37803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-37804
Key:

Data

{'content': 'easily cheated'}