Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλιτοφροσύνη
ἀλιτραίνω
ἁλιτρεφής
ἀλιτρία
ἀλιτρόβιος
ἀλιτρόνοος
ἀλιτρός
ἀλιτροσύνη
ἁλίτροφος
ἁλίτροχος
ἁλίτρυτος
ἁλίτυπος
ἁλίτυρος
ἁλιφθερόω
ἁλιφθορία
ἁλιφθόρος
ἁλίφλοιος
ἁλίχλαινος
ἀλκά
ἀλκάεις
ἀλκάζω
View word page
ἁλίτρυτος
sea-beaten, sea-worn

ShortDef

sea-beaten, sea-worn

Debugging

Headword:
ἁλίτρυτος
Headword (normalized):
ἁλίτρυτος
Headword (normalized/stripped):
αλιτρυτος
IDX:
3779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3780
Key:

Data

{'content': 'sea-beaten, sea-worn'}